πριμαντόνα

πριμαντόνα
η, Ν
1. ιεραρχικός τίτλος που δινόταν κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα στην τραγουδίστρια που ερμήνευε τους πρώτους ρόλους σε ένα μουσικό θέατρο οποιοδήποτε κι αν ήταν το φωνητικό της είδος
2. (σήμ.) χαρακτηρισμός που αποδίδεται συνήθως στις εξέχουσες σοπράνο
3. πρωταγωνίστρια όπερας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. prima donna «πρώτη κυρία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πριμαντόνα — η (λ. ιταλ.), πρώτη κυρία, υψίφωνος μελοδραματικού θεάτρου, αλλ. πρωταγωνίστρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρίμος — α, ο / πρῑμος, α, ον, ΝΜΑ, και πρύμος, α, ο, Ν, πρεῑμος, η, ον, Α νεοελλ. 1. (για άνεμο) ευνοϊκός, ούριος 2. το θηλ. ως ουσ. η πρίμα α) η πρίμαντόνα β) συνεκδ. καμπάνα με υψηλό τόνο 3. το ουδ. ως ουσ. το πρίμο η πρώτη, δηλ. η υψηλότερη φωνή, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”