- πριμαντόνα
- η, Ν1. ιεραρχικός τίτλος που δινόταν κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα στην τραγουδίστρια που ερμήνευε τους πρώτους ρόλους σε ένα μουσικό θέατρο οποιοδήποτε κι αν ήταν το φωνητικό της είδος2. (σήμ.) χαρακτηρισμός που αποδίδεται συνήθως στις εξέχουσες σοπράνο3. πρωταγωνίστρια όπερας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. prima donna «πρώτη κυρία»].
Dictionary of Greek. 2013.